- φεβρουαριανός
- -ή, -ό, Ν [Φεβρουάριος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φεβρουάριο ή που γίνεται τον Φεβρουάριο («Φεβρουαριανή Επανάσταση τού 1917 στη Ρωσία»)2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα Φεβρουαριανάγεγονότα που εξερράγησαν στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 1863, μετά την έξωση τού Όθωνος, υπό την ηγεσία τού στρατηγού Δ. Γρίβα και με αίτημα την απομάκρυνση τού πρωθυπουργού Δημ. Βούλγαρη από την εξουσία, γεγονότα που έληξαν χωρίς αιματοχυσία στις 11 Φεβρουαρίου με τον σχηματισμό νέας προσωρινής κυβέρνησης και με την μετονομασία τής πλατείας Όθωνος σε πλατεία Ομονοίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φεβρουάριος + κατάλ. -ιανός (πρβλ. Οκτωβρ-ιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.